Η 21Η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της μεταπολιτευτικής οικονομικής ανάκαμψης φέρεται να είναι η «δημοσιονομική επιπολαιότητα»[1] της ελληνικής πολιτικής τάξης. Όλες (μα όλες) οι πολιτικές δυνάμεις από τη μεταπολίτευση και μετά είχαν ταχθεί υπέρ της χρήσης του δημόσιου τομέα για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης. Ακόμη και σήμερα -μετά από τέτοια κρίση του παραγωγικού προτύπου- μπροστά στα πρώτα δειλά βήματα της ανάκαμψης, πολύ λίγες είναι οι φωνές που αποστασιοποιούνται από την τάση αυτή.

Έτσι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας αποδίδει στην πολιτική τάξη την πρωταρχική ευθύνη της προβληματικής οικονομικής διοίκησης.

Είναι δυνατόν να είναι όλοι σχεδόν οι πολιτικοί ηγέτες τόσο επιπόλαιοι; Μπορεί. Όμως τελικά δεν το πιστεύω. Νομίζω ότι κάπου αλλού θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια αυτής της συστηματικής πολιτικής συμπεριφοράς. Θα μου πείτε ότι τα αίτια θα πρέπει να τα αναζητήσουμε στον αδύναμο ιδιωτικό τομέα. Σωστό και αυτό. Πράγματι όσο ο ιδιωτικός τομέας δε χαρακτηρίζεται από δυναμισμό απασχολησιμότητας μόνο ο δημόσιος τομέας μπορεί να καλύπτει το κενό. Εξάλλου οι Βορειοευρωπαίοι χρησιμοποιούν και σήμερα το δημόσιο τομέα για την απορρόφηση πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού.

Το περίεργο όμως είναι ότι η πολιτική τάξη αντί να αναζητήσει τις προδιαγραφές ενδογενούς μεγέθυνσης, προσέφυγε στο δημόσιο δανεισμό για τη βραχυχρόνια θεραπεία του. Ο στόχος δηλαδή της πλήρους απασχόλησης και τα κοινωνικά και πολιτικά οφέλη του, επέβαλαν την αγνόηση του κόστους της επίτευξής του. Το περίεργο στην παρατήρηση βρίσκεται στο ότι αυτός ο τρόπος θεραπείας -για οικονομίες όπως η ελληνική- έχει πάντοτε ένα βέβαιο τέλος: την πτώχευση.

Άρα τι είναι αυτό που οδήγησε τη μεταπολιτευτική κοινωνία και την πολιτική της ηγεσία σε αυτήν την παράλογη συμπεριφορά; Πιστεύω ότι έπαιξε σοβαρό ρόλο η αρνητική κοινωνική κληρονομιά της Δικτατορίας!

Διάγραμμα 1. Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ και χρέος στην Ελλάδα και στην Αυστρία.

Πηγή: AMECO Database.

Για να θεμελιώσω αυτόν τον ισχυρισμό διάλεξα να συγκρίνω δύο ευρωπαϊκές χώρες. Την Ελλάδα και την Αυστρία. Έχουν παρόμοιο μέγεθος και βρέθηκαν και οι δύο κατά τη δεκαετία του ’50 σε κακή κατάσταση. Βεβαίως, έχουν και άλλες διαφορές αλλά ας μείνουμε στα βασικά.

Προσέξτε το Διάγραμμα 1 όπου αποτυπώνεται το Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ και το Χρέος στις δύο χώρες. Το κρίσιμο αρνητικό σοκ γίνεται στην πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1972. Η δικτατορία στέκεται ανίκανη να διαχειριστεί την οικονομική κρίση που ήρθε. Έκτοτε, η απόκλιση διευρύνεται. Και όταν πια το παραγωγικό πρότυπο που είχε διαμορφωθεί αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας και της παγκοσμιοποίησης, ενεργοποιείται ο δημόσιος δανεισμός.

Τη συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος την αποδίδουμε βασικά σε μία «καταραμένη υποθήκη» που συνόδευσε την πτώση της Δικτατορίας. Η Δημοκρατία θα έπρεπε να ήταν περισσότερο υποσχόμενη από τη Δικτατορία. Θα έπρεπε να μπορεί να υλοποιεί την «αριστερή» αντίληψη της πλήρους απασχόλησης και της συνεχούς βελτίωσης του επιπέδου ζωής. Με άλλα λόγια, η μεταπολιτευτική πολιτική τάξη λες και ήταν υποχρεωμένη να πείσει την ελληνική κοινωνία ότι η πλήρης απασχόληση ήταν ένα αγαθό που είχε κατακτηθεί οριστικά με την πτώση της δικτατορίας.

Όμως δεν ήταν μόνο αυτή η «υποθήκη απασχολησιμότητας» της Δικτατορίας στη μεταπολιτευτική Δημοκρατία: Η Δικτατορία μας κληροδότησε μια απίστευτη διόγκωση των στρατιωτικών δαπανών ως αποτέλεσμα των καταστροφικών επιλογών της (κυρίως Κύπρος). Οι στρατιωτικές δαπάνες παρομοιάζονται με αυτές των ΗΠΑ! (Διάγραμμα 2). Οι στρατιωτικές δαπάνες διόγκωναν τα ελληνικά χρέη.

Διάγραμμα 2. Στρατιωτικές δαπάνες (% του ΑΕΠ).

Πηγή: SIPRI Military Expenditure Database.

Καμία Βορειοευρωπαϊκή χώρα δε θα είχε το κοινωνικό κράτος που έχει εάν ήταν αναγκασμένη να διατηρεί τις στρατηγικές δαπάνες που διατηρούσε η Ελλάδα.

Το τρίτο όμως και πολύ σοβαρό πρόβλημα που κληροδότησε η Δικτατορία στην ελληνική κοινωνία ήταν η επίδραση της παραβίασης των πολιτισμικών και θεσμικών λειτουργιών.

Το αίσθημα της αυθαίρετης παραβίασης της θεσμικής λειτουργίας της Δημοκρατίας ανατρέπει όλους τους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η συνέχεια μπορεί να διακοπεί ανά πάσα στιγμή. Γίνεται αντιληπτό ότι είναι δυνατός ο διοικητικός ορισμός της οικονομίας και της κοινωνίας (όπως στη δικτατορία). Τα Πανεπιστήμια δεν είναι χώρος γνώσης και παραγωγής αλλά μόνο χώρος (το «μόνο» κάνει τη διαφορά) κοινωνικής ενηλικίωσης (όπως στη δικτατορία). Οι θεσμικές λειτουργίες της κατοχύρωσης ιδιοκτησίας είναι αντικείμενα πολιτικών και διοικητικών αποφάσεων. Το ίδιο μπορεί να είναι και η διαμόρφωση των κανόνων ανταγωνισμού.

Η αβεβαιότητα της πολιτικής και διοικητικής λειτουργίας είναι καθοριστικό χαρακτηριστικό της καθημερινότητας. Η αναζήτηση της βεβαιότητας γίνεται μέσα από εξωθεσμικά πλαίσια λειτουργίας.

Εάν συνέβη το 1967-1974 γιατί να μη συμβεί ξανά; Εάν μάλιστα δημιουργηθεί και μια δικαιολογητική βάση «τιμωρίας», τότε τα πράγματα παίρνουν μια διαφορετική τροπή.

Δεν είναι λοιπόν (ή καλύτερα «δεν είναι μόνο») η μεταπολιτευτική δημοσιονομική επιπολαιότητα της μεταπολιτευτικής τάξης. Είναι η ίδια η Δικτατορία που μας σκιάζει και σήμερα!

Άρα κάθε εξωθεσμική λειτουργία -έξω δηλαδή από το δημοκρατικό πλαίσιο, έχει βαρύτατες μακροπρόθεσμες θεσμικές επιπτώσεις για την ίδια την οικονομική ανάπτυξη.

 

 


[1] Πρόκειται για την απόδοση στην ελληνική γλώσσα του όρου “fiscal fragility”.

 

* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.