Η ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

Διέτρεξα το πολύ καλό αφιέρωμα του Βήματος για τον Ελληνικό Πνευματικό Πλούτο: 9.000 περίπου Διδακτορικά και Μεταπτυχιακά την περίοδο 2009 - 2011 και 7.000 περίπου την περίοδο 2011 – 2012 (σε συνθήκες ανέχειας ιδρυματικής και ατομικής!). Φαίνεται ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των αποφοίτων κατευθύνεται στο εξωτερικό. Ουσιαστικά η ελληνική κοινωνία υφίσταται το κόστος διαμόρφωσης του πλούτου αυτού, αλλά άλλες οικονομίες το όφελος. Σημειώστε ότι ένας σοβαρός λόγος της ελλειμματικότητας της Ελληνικής οικονομίας είναι και αυτός. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες ο μελλοντικός πλούτος προέρχεται κυρίως από την Total Factor Productivity, η οποία σε σημαντικό βαθμό διαμορφώνεται από τη συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου

Παράλληλα το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης είχε την καλοσύνη να μου ξαναστείλει ένα αντίτυπο παλαιότερης έκδοσής του για τις Ελληνικές Επιστημονικές Δημοσιεύσεις 1996 - 2010 το οποίο περιέχει εντυπωσιακά στοιχεία για την παραγωγή επιστημονικού έργου με βάση τη βιβλιομετρική ανάλυση Ελληνικών δημοσιεύσεων σε Διεθνή Επιστημονικά Περιοδικά.

Όλα δείχνουν λοιπόν ότι στα Ελληνικά Πανεπιστήμια και Ερευνητικά κέντρα γίνεται σοβαρή δουλειά παρόλο που χρειάζεται ανάλυση για το παραγόμενο πνευματικό προϊόν ιδίως σε σχέση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Όμως αυτό είναι αντικείμενο ενός διαφορετικού σημειώματος.

Εκτός όμως της εκπαίδευσης των νέων επιστημόνων και τη διεξαγωγή έρευνας, τα πανεπιστημιακά και τα ερευνητικά ιδρύματα έχουν ως σκοπό τη διάχυση της νέας γνώσης για την αξιοποίησή της στην παραγωγική διαδικασία. Ο πλέον προφανής τρόπος μεταβίβασης της γνώσης αφορά την κατάλληλη προετοιμασία των φοιτητών για να αποτελέσουν παραγωγικούς εργαζομένους που θα ενταχθούν στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά και τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της ερευνητικής δραστηριότητας του επιστημονικού προσωπικού. Λιγότερο γνωστές μέθοδοι (ίσως επειδή δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στην Ελλάδα) διάχυσης της γνώσης αφορούν τη συνεργασία με επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, τη σύσταση νέων, καινοτόμων, επιχειρήσεων για την εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της ερευνητικής δραστηριότητας, αλλά και την είσπραξη δικαιωμάτων από τη παραχώρηση κατοχυρωμένων ευρεσιτεχνιών που αποτελούν ιδιοκτησία των ερευνητικών ιδρυμάτων, σε τρίτους.

Πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διερευνά ακριβώς τις επιδόσεις των Ευρωπαϊκών χωρών στην προσπάθεια εμπορικής εκμετάλλευσης της παραγόμενης στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα γνώσης. Δυστυχώς, η μελέτη δεν περιλαμβάνει αρκετά στοιχεία για την Ελλάδα, παρά μόνο σε ό,τι αφορά την κατανομή των δικαιωμάτων από την εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της έρευνας (βλέπε παρακάτω) και τη συμμόρφωση της χώρας στις σχετικές κοινοτικές οδηγίες: Η Ελλάδα καταλαμβάνει την προτελευταία θέση σε ό,τι αφορά την υιοθέτηση των κοινά αποδεκτών καλών πρακτικών!

Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, τα Ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα έχουν προχωρήσει στην ίδρυση δομών (knowledge transfer offices, Γραφεία Διαμεσολάβησης) για τη διάχυση της γνώσης προς την παραγωγική διαδικασία. Η συντριπτική πλειοψηφία των δομών αυτών δημιουργήθηκαν κατά κύριο λόγο την τελευταία δεκαετία, με σκοπό να προωθήσουν την διάχυση των ερευνητικών αποτελεσμάτων και της καινοτομίας και να διευκολύνουν τη μετάβαση της Ευρωπαϊκής ηπείρου στην σύγχρονη οικονομία της γνώσης. Κατά μέσο όρο, οι δομές αυτές των Ευρωπαϊκών πανεπιστημίων απασχολούν 12 εργαζόμενους. Σε αντιδιαστολή με το μέγεθος αυτό, το αντίστοιχο Γραφείο Διαμεσολάβησης του Πανεπιστημίου Αθηνών (από το 1996), το οποίο αποτέλεσε ένα εκ των Ελληνικών ερευνητικών ιδρυμάτων που συμμετείχαν στη σχετική μελέτη, διαθέτει λιγότερο από 3 εργαζομένους!

Τα Ευρωπαϊκά ερευνητικά κέντρα (Πίνακας 1) δεν υστερούν σημαντικά σε σχέση με τα αντίστοιχα των ΗΠΑ, καθώς οι αντίστοιχες ενδείξεις διαμορφώνονται σε παραπλήσια μεγέθη. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν τα έσοδα από την παραχώρηση χρήσης κατοχυρωμένων ευρεσιτεχνιών. Αντιπαραθέτοντας το μέγεθος αυτό, με τις αντίστοιχες επιδόσεις στην ίδρυση νέων επιχειρήσεων με σκοπό την εκμετάλλευση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, προκύπτει πως τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια επιλέγουν την εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της ερευνητικής διαδικασίας με τη σύσταση επιχειρήσεων, αντί για την παραχώρηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων προς τρίτους.

Πίνακας 1. Σύγκριση ερευνητικών ιδρυμάτων σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Μέσος όρος επιτευγμάτων ανά 100 εκατομμύρια δαπανών έρευνας (research expenditures).

Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Knowledge Transfer Study, 2013.

Οι δύο διαφορετικές προσεγγίσεις (παραχώρηση δικαιωμάτων σε τρίτους ή/και ίδρυση επιχειρήσεων για την εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της έρευνας) αποτυπώνονται διαχρονικά σε αντίστοιχες μετρήσεις που καταγράφει ο ΟΟΣΑ για τις χώρες μέλη του (Διάγραμμα 1).

Διάγραμμα 1. Έσοδα από παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης ευρεσιτεχνιών ως ποσοστό των δαπανών έρευνας (επάνω).

Πηγή: Kupka, D. “New strategies and policies for the transfer exploitation and commercialization of public research results”, presentation in the 5th meeting of the European TTO circle Geneva, June 2013.

Διάγραμμα 2. Αριθμός Νεοσύστατων επιχειρήσεων (spin off) ανά 100 εκατ. δαπανών έρευνας.

Πηγή: Kupka, D. “New strategies and policies for the transfer exploitation and commercialization of public research results”, presentation in the 5th meeting of the European TTO circle Geneva, June 2013.

Παράλληλα, από τον Πίνακα 1, προκύπτει πως τα Ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι περισσότερο αποτελεσματικά σε σχέση με τα υπόλοιπα ερευνητικά κέντρα της ηπείρου, καθώς απαιτούν μικρότερο κόστος για την παραγωγή κάθε μονάδας επιτευγμάτων (κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας, σύσταση επιχείρησης, κλπ). Εξαίρεση αποτελεί, και εδώ, η δημιουργία εσόδων από παραχώρηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης κατοχυρωμένων ευρεσιτεχνιών προς τρίτους. Προκύπτει, δηλαδή, πως τα Ευρωπαϊκά μη-πανεπιστημιακά ερευνητικά ιδρύματα ακολουθούν κατά βάση το Αμερικάνικο μοντέλο εκχωρώντας τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων σε τρίτους, σε αντίθεση με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της γηραιάς ηπείρου που προχωρούν –σε μεγαλύτερο βαθμό– στην ίδρυση νέων επιχειρήσεων για τον σκοπό αυτό, όπως σχολιάστηκε παραπάνω.  

Στην Ευρώπη για κάθε μία πατέντα που κατοχυρώνεται αντιστοιχούν 1,6 αιτήσεις κατοχύρωσης, στις ΗΠΑ, για κάθε μία κατοχυρωμένη πατέντα, έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 4 αιτήσεις, γεγονός το οποίο πιθανότατα αντανακλά το μικρότερο κόστος υποβολής αίτησης για κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας στις ΗΠΑ, σε σχέση με το αντίστοιχο κόστος στην Ευρώπη. 

Ένα ακόμα ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας αφορά την κατανομή των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί των αποτελεσμάτων της ερευνητικής διαδικασίας. Η κατανομή των δικαιωμάτων αυτών μεταξύ των εμπλεκόμενων ιδρυμάτων, του ερευνητικού προσωπικού και του ιδιωτικού τομέα κατευθύνει τον τρόπο εμπορικής εκμετάλλευσης της ερευνητικής δραστηριότητας (και συνεπώς τη διάχυση της νέας γνώσης) και καθορίζει τα κίνητρα των εμπλεκόμενων μερών για συνέχιση της ερευνητικής διαδικασίας. 

Πίνακας 2: Ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των αποτελεσμάτων της ερευνητικής δραστηριότητας των ευρωπαϊκών και των ελληνικών πανεπιστημίων και λοιπών ερευνητικών ιδρυμάτων.

Πηγή: European Commission; Knowledge Transfer Study, 2013.

Από τον Πίνακα 2 προκύπτει πως τα Ελληνικά ιδρύματα διατηρούν σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί της έρευνας που πραγματοποιείται σε αυτά: 29%, έναντι 50% περίπου που καταγράφεται στο σύνολο των χωρών που συμμετείχαν στην μελέτη. Αντίστοιχα, σε ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα διατηρείται η συμμετοχή του ερευνητικού προσωπικού σε σχέση με τον μέσο όρο που καταγράφει η έρευνα (29% έναντι 23%). Τέλος, είναι εντυπωσιακό το ποσοστό των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων μεταβιβάζεται σε τρίτους! Το μέγεθος αυτό στις χώρες που συμμετέχουν στην μελέτη διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 4%-5%, τη στιγμή που στην Ελλάδα αγγίζει το 29%! Φαίνεται πως η απουσία ενός εξειδικευμένου θεσμικού πλαισίου σχετικά με τα αποτελέσματα της ερευνητικής δραστηριότητας, καθώς και η σχετική φορολογική επιβάρυνση δημιουργεί ισχυρά κίνητρα για τη μεταβίβαση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων αυτών σε τρίτους! Η κατάσταση αυτή τελικά αποβαίνει με ένα συστηματικό τρόπο σε βάρος της μεσομακροπρόθεσμης δυνατότητας ανάπτυξης των φορέων παραγωγής της γνώσης αλλά και της δύναμης διαπραγματευτικής ισχύος των ατόμων (καθηγητών, ερευνητών κ.τ.λ.) απέναντι στην αγορά. Συνεπώς είναι και προς το συμφέρον τους αυτός ο τρόπος διάχυσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων.

Η ενεργοποίηση ενός νομοθετικού πλαισίου με βάση αρχές που έχουν μία αναπτυξιακή αντίληψη και όχι με βάση μίας σκληρής υποστήριξης είτε της «δεξιάς» ή της «αριστερής» κρατικής παρέμβασης στην παραγωγή νέας γνώσης είναι επιβεβλημένη.

* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.