Η σημασία του «προσανατολιστή» για την εισαγωγή στα ΑΕΙ

Η λέξη «προσανατολιστής» είναι δημιούργημα του Ευάγγελου Παπανούτσου του αλησμόνητου Έλληνα παιδαγωγού, που η συμβολή του στην παιδεία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαχρονική, καθώς οι κατά καιρούς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, με εξαίρεση την περίοδο της δικτατορίας, στηρίχτηκαν στις δικές του ιδέες. Και οι μεταρρυθμίσεις είναι αέναες σε αυτόν τον τόπο, γιατί κάθε κόμμα που έρχεται στην εξουσία, αλλά και κάθε υπουργός του ιδίου κόμματος, επιχειρούν αλλαγές στην εκπαίδευση και... όλο πάλι από την αρχή!

Στην σκηνή των μεταρρυθμίσεων πρωταγωνιστικό ρόλο πάντα έχει η εισαγωγή των νέων στη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Σήμερα βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στον ίδιο προβληματισμό, μετά μάλιστα τα αποκαρδιωτικά αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων, όπου το φαινόμενο της εισαγωγής στα ΑΕΙ με βαθμό κάτω από τη βάση έφθασε στο κρεσέντο του. Στόχος της μεταρρύθμισης επί υπουργίας Κ. Γαβρόγλου ήταν η δυνατότητα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια όσο το δυνατόν περισσότερων υποψηφίων, που θα είχαν αποκτήσει ένα αναβαθμισμένο απολυτήριο. Φοβούμαι όμως ότι δεν θα πρέπει να πανηγυρίζουμε για την επιτυχία στις Πανελλαδικές των οκτώ στους δέκα, όταν γνωρίζουμε καλά πόσοι από αυτούς θα καταφέρουν να βγουν από τα ΑΕΙ πτυχιούχοι! Η… εμπνευσμένη, εξάλλου, «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ δεν απαξίωσε μόνον την Τεχνολογική Εκπαίδευση αλλά επέδρασε αρνητικά και στις επιλογές των υποψηφίων.

Ήταν σωστή τελικά η προϋπόθεση της βάσης του δέκα επί υπουργίας Μ. Γιαννάκου, και πρέπει να επανέλθει; Αποτελεί πράγματι κριτήριο για την εισαγωγή στα ΑΕΙ ή όχι; Η νέα Υπουργός Παιδείας Ν. Κεραμέως αντιμετώπισε άμεσα το πρόβλημα και ορθά, πιστεύω, μίλησε για θεσμοθέτηση της βάσης του δέκα με δυνατότητα των Πανεπιστημίων να ορίζουν μεγαλύτερη. Οι απόψεις, βέβαια, διχάζονται και σοβαρά επιχειρήματα προβάλλονται και από τις δύο πλευρές. Γεγονός όμως παραμένει ότι η χώρα μας στο θέμα αυτό παρουσιάζει… παγκόσμια πρωτοτυπία, η οποία θα πρέπει να παύσει να την εκθέτει. Ουδείς διαφωνεί ότι η βάση από μόνη της δεν λύνει το πρόβλημα, αποτελεί όμως αναγκαία προϋπόθεση, όπως και η σωστή αναβάθμιση του λυκείου. Είναι προφανές ότι ένα αναβαθμισμένο λύκειο, με αξιόπιστο εθνικό απολυτήριο, με προσδιορισμένη εκτίμηση των επιδόσεων του μαθητή σε αυτό για την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση, καθώς και ο προσδιορισμός της βάσης εισαγωγής, αλλά και η πλήρης αναμόρφωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα αποτρέψουν τον κίνδυνο της πρόσφατης γελοιοποίησης των εισαγωγικών εξετάσεων. Και, όπως φαίνεται, το Υπουργείο Παιδείας θα κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.

Στο σημείο αυτό θα πρόσθετα ως προϋπόθεση και την επαναφορά της κλασικής κατεύθυνσης στο λύκειο, που θα αποτελούσε ένα είδος προπαρασκευής για το επιλεγόμενο γνωστικό αντικείμενο ανώτατων σπουδών. Το σύστημα των κατευθύνσεων έχει εφαρμοστεί σε χώρες της Ευρώπης με επιτυχία, ιδιαίτερα για τις Ανθρωπιστικές σπουδές. Οι απόφοιτοι των κλασικών λυκείων οπλισμένοι με γνώσεις στο αντικείμενο αυτό, διακρίνονται στις πανεπιστημιακές σπουδές τους. Στη χώρα μας η επαναφορά της κατεύθυνσης θα εξυπηρετήσει συγχρόνως και το διαχρονικό πρόβλημα της διδασκαλίας των κλασικών γλωσσών, αρχαίας ελληνικής και λατινικής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Το πρόβλημα όμως που θα πρέπει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να αντιμετωπιστεί δεν είναι μόνον ο τρόπος και το είδος των εξετάσεων ή ακόμη και η κατάργησή τους, αλλά και ο τρόπος επιλογής της κατεύθυνσης των σπουδών, στον οποίο κυρίως θέλω να αναφερθώ. Δυστυχώς μέχρι σήμερα στόχος παραμένει η εισαγωγή σε ένα ανώτατο ίδρυμα, που θα καταξιώσει τον υποψήφιο στην κοινωνία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ούτε η κλίση του προς ένα γνωστικό αντικείμενο ούτε οι δυνατότητές του να ολοκληρώσει τις σπουδές του, αλλά ούτε και αν η πολιτεία προσφέρεται να τον αποκαταστήσει επαγγελματικά. Επανειλημμένα έχουν συσταθεί επιτροπές διαλόγου για την παιδεία που καταλήγουν σε συγκεκριμένα πορίσματα χωρίς να λάβουν υπόψη τους τον προβληματισμό των νέων για το μέλλον τους. Το ερώτημα που προκύπτει σχετικά με τις επιλογές των υποψηφίων είναι : πώς καταλήγουν αυτοί οι νέοι στην επιλογή τους; πώς πηγαίνουν στα τυφλά για να γίνουν πολιτικοί μηχανικοί, γιατροί ή δικηγόροι και φιλόλογοι, πού αποβλέπουν; Έχουν οικογενειακή περιουσία και κοινωνικά περιθώρια να οργανώσουν μια δική τους δουλειά ή σκοπεύουν να αρπαχτούν από τον ταλαίπωρο και «πτωχεύσαντα» σήμερα Κρατικό Προϋπολογισμό; Ποιον συμβουλεύονται οι νέοι για να επιλέξουν ουσιαστικά το μέλλον τους ; γιατί δεν φθάνει να «θέλουν» να σπουδάσουν σε μια ανώτατη σχολή μεγάλης ή μικρής ζήτησης, πρέπει και οι περιστάσεις να επιτρέπουν την ικανοποίηση της φιλοδοξίας τους, αλλιώς κινδυνεύουν να ναυαγήσουν τα οράματα, οι σχεδιασμοί, οι ελπίδες η ίδια η προσωπικότητά τους.

Την απάντηση σε όλα αυτά τα διλήμματα της επιλογής των ανώτατων σπουδών έχει δώσει από το 1975 ο Νέστωρ τότε της παιδείας Ευάγγελος Παπανούτσος. Ανατρέχοντας σε ένα μικρό αρχείο που κρατώ για τα θέματα παιδείας , βρέθηκα μπροστά σε ένα κείμενο του μεγάλου παιδαγωγού και φιλοσόφου με τίτλο «ΑΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΤΑ ΝΙΑΤΑ που δεινοπαθούν κάθε χρόνο στον πυλώνα του Πανεπιστημίου». Αξίζει να υπενθυμίσουμε χαρακτηριστικά σημεία του κειμένου αυτού, διαχρονικά χρήσιμα για τους μεταρρυθμιστές της εκπαίδευσης.

Το μέγα πρόβλημα στην εκπαίδευση των νέων γενεών που διψούν για ανώτερη μόρφωση είναι το πώς θα τους δώσουμε εγκαίρως ορθό προσανατολισμό για να επιλέξουν τις σπουδές, που και στον χαρακτήρα τους ταιριάζουν και σε επαγγέλματα οδηγούν ικανά να εξασφαλίσουν επαρκή και ευπρεπή βιοπορισμό, αφού θα επιβάλλονται από τις πραγματικές ανάγκες της εθνικής μας οικονομίας –γράφει ο Παπανούτσος – και συνεχίζει : βοήθεια στο σταυροδρόμι της επιλογής ζητούν οι νέοι μας και δικαιούνται να την έχουν από το Κράτος, από τα Πανεπιστήμια, από κάπου τέλος πάντων... ζητούν έναν «προσανατολιστή».

Συμβουλεύει ο Παπανούτσος και προτείνει τη δημιουργία Κέντρων Προσανατολισμού, που λειτουργούν σε χώρες ευρωπαϊκές με θετικά αποτελέσματα υποδεικνύοντας μάλιστα το γαλλικό πρότυπο. Θεωρεί ότι δεν αποτελούν πολυτέλεια μη πραγματοποιήσιμη τα Κέντρα αυτά για τη χώρα μας, και δίνει παράλληλα μια οικονομική διέξοδο λέγοντας: Ας κινηθεί πρώτη η ιδιωτική πρωτοβουλία, ας ξεμάθουμε να τα περιμένουμε όλα από το κράτος. Υπάρχουν στον τόπο μας κοινωφελή Σωματεία με μεγάλες περιουσίες που δεν ξέρουν τι να τις κάνουν και, περιμένοντας «ιδέες», απλώς τις νοικοκυρεύουν μετατρέποντάς τες σε τοκοφόρους τραπεζικές καταθέσεις... Γιατί να μη φιλοτιμηθούν να χρηματοδοτήσουν τα πρώτα τουλάχιστον Κέντρα Εκπαιδευτικού Προσανατολισμού;

Και όμως, ο προσανατολισμός παραγνωρίζεται, σήμερα μάλιστα, που σε περίοδο κρίσης και ανασφάλειας είναι τόσο αναγκαίος για τους νέους. Είναι θλιβερή η πραγματικότητα, νέοι επιστήμονες με αξιοζήλευτα προσόντα να ξενιτεύονται καθημερινά σε αναζήτηση εργασίας!

 Τα διδάγματα σοφών ανθρώπων δεν έχουν ημερομηνία λήξης, ο χρόνος δεν τα σβήνει και οι νεότεροι θα πρέπει να τα γνωρίζουν και να τα προσεγγίζουν όταν επιχειρούν μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση. Εκσυγχρονισμός χωρίς μελέτη του παρελθόντος δεν νοείται, γιατί σύμφωνα με το αξίωμα του φιλοσόφου Saintsbury «το αρχαίο χωρίς το σύγχρονο είναι πέτρα σκανδάλου, το σύγχρονο χωρίς το αρχαίο είναι πλήρης παραφροσύνη». Το κλειδί για την επιτυχία οποιασδήποτε εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης βρίσκεται στο χέρι εκείνων που γνωρίζουν και μελετούν την ιστορία της εκπαίδευσης.

 

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 8 Σεπτεμβρίου 2019